- ἐμπορεύονται
- ἐμπορεύομαιtravelpres ind mp 3rd plἐμπορεύομαιtravelpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
βόας — Κοινή ονομασία διαφόρων ερπετών της οικογένειας των βοϊδών, της τάξης των λεπιδωτών. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι ο β. ο συσφιγκτήρας,που μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι τον θεωρούν ιδιαίτερο γένος. Όπως και τα άλλα βοϊδή, δεν είναι δηλητηριώδης· οι… … Dictionary of Greek
μάρκετινγκ — Ο τομέας της παραγωγής που αφορά τη ροή των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Πιο απλά ο όρος δηλώνει τη διανομή και πώληση των αγαθών. Στην έννοια του μ. περιλαμβάνονται όλες οι δραστηριότητες που… … Dictionary of Greek
Αγγλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — (ΑΕΑΙ). Προνομιούχος εμπορική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1600 στην Αγγλία. Σύμφωνα με το σύστημα που επικρατούσε τον 16ο αι., το αγγλικό κράτος παραχωρούσε σε ορισμένες εμποροναυτιλιακές εταιρείες, το αποκλειστικό προνόμιο να εμπορεύονται με… … Dictionary of Greek
Βερμέερ, Γιαν — (Jan Vermeer, Ντελφτ 1632 – 1675). Ολλανδός ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Ολλανδίας και όλης της Ευρώπης, τον 17ο αι., ονομαστός για τις θαυμάσιες σκηνές σε εσωτερικούς χώρους και για τα αστικά τοπία του. Οι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
Μανγκμπέτου ή Μονμπούτου — (Mangbetu, Monbuttu). Λαός της κεντρικής Αφρικής, ο οποίος κατοικεί στο βορειοανατολικό τμήμα της Δημοκρατίας του Κονγκό. Οι Μ. ανήκουν στη σουδανική γλωσσική ομάδα, στον λεγόμενο νειλοσαχαρικό κλάδο, και πιθανολογείται ότι είχαν επαφές με τον… … Dictionary of Greek